rigoróso
επίθετο
Προσφορά I.P.A.: [rigoˈroso], [rigoˈrozo]
1 άτεγκτος
2 σχολαστικός με την εθιμοτυπία
3 απέριττος
4 σκληρός
5 ασκητικός
6 δρακόντειος
7 άκαμπτος
8 σοβαρός
9 αυστηρός
10 δριμύς
11 λιτός
12 ανεπιεικής
13 τραχύς
14 περιορισμένος
15 πουριτανικός
16 αμείλικτος
17 ανεπιτήδευτος
18 ακριβής
επίθετο
Προσφορά I.P.A.: [rigoˈroso], [rigoˈrozo]
1 άτεγκτος
2 σχολαστικός με την εθιμοτυπία
3 απέριττος
4 σκληρός
5 ασκητικός
6 δρακόντειος
7 άκαμπτος
8 σοβαρός
9 αυστηρός
10 δριμύς
11 λιτός
12 ανεπιεικής
13 τραχύς
14 περιορισμένος
15 πουριτανικός
16 αμείλικτος
17 ανεπιτήδευτος
18 ακριβής
permalink
rigoroso (επίθ.)
Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android