ItalianoGreco


rigurgitàre  
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [rigurʤiˈtare]

1 εκχειλίζω υπέρμετρα
2 βρίθω
3 συρρέω
4 ξεχειλίζω
5 αναβλύζω
6 πλημμυρίζω
7 υπερχειλίζω
8 αναρρέω
9 εξεμώ
10 αφθονώ
11 πιδακίζω
12 υπερεκχειλίζω
13 γεμίζω
14 εκχύνομαι
15 ξεχύνομαι
16 γέμω


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---