Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


rilàncio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [riˈlanʧo]

1 ρίξιμο πίσω
2 εκσφενδόνιση νέα
3 νέο ρίξιμο
4 εκσφενδόνιση πίσω
5 νέα εκτόξευση
6 νέο λανσάρισμα παλιάς μόδας
7 ανέβασμα προσφοράς
8 ρελάνς (στα χαρτιά)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  rilanciarsi rilasciare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

rigurgitante (επίθ.)
rigurgitare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
rigurgito (ουσ αρσ )
rilanciare (ρ. μτβ.)
rilanciarsi (ρ.μ. (αντων.))
rilancio (ουσ αρσ )
rilasciare (ρ. μτβ.)
rilasciarsi (ρ.μ. (αντων.))
rilascio (ουσ αρσ )
rilassamento (ουσ αρσ )
rilassante (επίθ.)
rilassare (ρ. μτβ.)
rilassarsi (ρ.μ. (αντων.))
rilassatezza (θηλ.ουσ)
rilassato (επίθ.)
rilassatore (επίθ.)
rilavare (ρ. μτβ.)
rilavatura (θηλ.ουσ)
rileccare (ρ. μτβ.)
rilegare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---