Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


rilàscio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [riˈlaʃʃo]

1 παράδοση
2 χορήγηση
3 απελευθέρωση
4 λύτρωση
5 αποδέσμευση
6 δικαίωμα εκμετάλλευσης
7 ξαλάφρωμα
8 επίδοση
9 αποστολή αγαθών με ένα φορτίο
10 διανομή
11 απαλλαγή


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  rilasciarsi rilassamento  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

rilanciare (ρ. μτβ.)
rilanciarsi (ρ.μ. (αντων.))
rilancio (ουσ αρσ )
rilasciare (ρ. μτβ.)
rilasciarsi (ρ.μ. (αντων.))
rilascio (ουσ αρσ )
rilassamento (ουσ αρσ )
rilassante (επίθ.)
rilassare (ρ. μτβ.)
rilassarsi (ρ.μ. (αντων.))
rilassatezza (θηλ.ουσ)
rilassato (επίθ.)
rilassatore (επίθ.)
rilavare (ρ. μτβ.)
rilavatura (θηλ.ουσ)
rileccare (ρ. μτβ.)
rilegare (ρ. μτβ.)
rilegato (επίθ.)
rilegatore (αρσ. επίθ και ουσ)
rilegatura (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---