Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


rilegatóre  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [rilegaˈtore]

βιβλιοδέτης


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  rilegato rilegatura  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

rilavare (ρ. μτβ.)
rilavatura (θηλ.ουσ)
rileccare (ρ. μτβ.)
rilegare (ρ. μτβ.)
rilegato (επίθ.)
rilegatore (αρσ. επίθ και ουσ)
rilegatura (θηλ.ουσ)
rileggere (ρ. μτβ.)
rilettura (θηλ.ουσ)
rilevabile (επίθ.)
rilevamento (ουσ αρσ )
rilevante (επίθ.)
rilevanza (θηλ.ουσ)
rilevare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
rilevarsi (ρ.μ. (αντων.))
rilevatario (αρσ. επίθ και ουσ)
rilevato (αρσ. επίθ και ουσ)
rilevatore (αρσ. επίθ και ουσ)
rilevazione (θηλ.ουσ)
rilievo (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---