Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


rilevàbile  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [rileˈvabile]

1 αισθητός
2 αξιοπρόσεκτος
3 αντιληπτός
4 αξιοσημείωτος
5 διανοητός
6 ανιχνεύσιμος
7 αισθητός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  rilettura rilevamento  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

rilegato (επίθ.)
rilegatore (αρσ. επίθ και ουσ)
rilegatura (θηλ.ουσ)
rileggere (ρ. μτβ.)
rilettura (θηλ.ουσ)
rilevabile (επίθ.)
rilevamento (ουσ αρσ )
rilevante (επίθ.)
rilevanza (θηλ.ουσ)
rilevare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
rilevarsi (ρ.μ. (αντων.))
rilevatario (αρσ. επίθ και ουσ)
rilevato (αρσ. επίθ και ουσ)
rilevatore (αρσ. επίθ και ουσ)
rilevazione (θηλ.ουσ)
rilievo (ουσ αρσ )
rilievografia (θηλ.ουσ)
rilievografico (επίθ.)
rilocare (ρ. μτβ.)
rilocazione (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---