Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


rilocàre
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [,riloˈkare]

1 εγκαθίσταμαι σε νέο μέρος
2 μετακομίζω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  rilievografico rilocazione  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

rilevatore (αρσ. επίθ και ουσ)
rilevazione (θηλ.ουσ)
rilievo (ουσ αρσ )
rilievografia (θηλ.ουσ)
rilievografico (επίθ.)
rilocare (ρ. μτβ.)
rilocazione (θηλ.ουσ)
riloga (θηλ.ουσ)
rilucente (επίθ.)
rilucere (ρ.αμτβ.)
rilustrare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
riluttante (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
riluttanza (θηλ.ουσ)
riluttare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
rima (θηλ.ουσ)
rimacchiare (ρ. μτβ.)
rimalmezzo (θηλ.ουσ)
rimandare (ρ. μτβ.)
rimandato (ουσ αρσ )
rimandato (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---