Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


rilùcere  
ρήμα αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [riˈluʧere]

1 γυαλίζω
2 αυγάζω
3 λαμπρύνω
4 λαμποκοπώ
5 καταυγάζω
6 απαστράπτω
7 αντιφεγγίζω
8 αστράφτω
9 αστραποβολώ
10 ακτινοβολώ
11 φέγγω
12 αστράπτω
13 λαμπυρίζω
14 φεγγοβολώ
15 λάμπω
16 στίλβω
17 σπινθηροβολώ
18 σπιθίζω
19 σελαγίζω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  rilucente rilustrare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

rilievografico (επίθ.)
rilocare (ρ. μτβ.)
rilocazione (θηλ.ουσ)
riloga (θηλ.ουσ)
rilucente (επίθ.)
rilucere (ρ.αμτβ.)
rilustrare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
riluttante (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
riluttanza (θηλ.ουσ)
riluttare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
rima (θηλ.ουσ)
rimacchiare (ρ. μτβ.)
rimalmezzo (θηλ.ουσ)
rimandare (ρ. μτβ.)
rimandato (ουσ αρσ )
rimandato (επίθ.)
rimando (ουσ αρσ )
rimaneggiamento (ουσ αρσ )
rimaneggiare (ρ. μτβ.)
rimanente (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---