Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


rimacchiàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [rimakˈkjare]

1 λεκιάζω ξανά
2 κηλιδώνω ξανά


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  rima rimalmezzo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

rilustrare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
riluttante (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
riluttanza (θηλ.ουσ)
riluttare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
rima (θηλ.ουσ)
rimacchiare (ρ. μτβ.)
rimalmezzo (θηλ.ουσ)
rimandare (ρ. μτβ.)
rimandato (ουσ αρσ )
rimandato (επίθ.)
rimando (ουσ αρσ )
rimaneggiamento (ουσ αρσ )
rimaneggiare (ρ. μτβ.)
rimanente (ουσ αρσ )
rimanente (επίθ.)
rimanenza (θηλ.ουσ)
rimanere (ρ.αμτβ.)
rimangiare (ρ. μτβ.)
rimarcabile (επίθ.)
rimarcare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---