Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


rimanére  
ρήμα αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [rimaˈnere]

μένω, υπολείπομαι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  rimanenza rimangiare  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


c'è rimasto secco = έμεινε στον τόπο || rimanere bloccato (traffico) = είμαι μπλοκαρισμένος || rimanere colpito = εντυπωσιάζομαι || rimanere illeso = μένω άθικτος || sono rimasto sbigottito = τα 'χασα


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

rimaneggiamento (ουσ αρσ )
rimaneggiare (ρ. μτβ.)
rimanente (ουσ αρσ )
rimanente (επίθ.)
rimanenza (θηλ.ουσ)
rimanere (ρ.αμτβ.)
rimangiare (ρ. μτβ.)
rimarcabile (επίθ.)
rimarcare (ρ. μτβ.)
rimarchevole (επίθ.)
rimarco (ουσ αρσ )
rimare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
rimarginare (ρ.αμτβ.)
rimarginare (ρ. μτβ.)
rimarginarsi (ρ.μ. (αντων.))
rimario (ουσ αρσ )
rimaritare (ρ. μτβ.)
rimaritarsi (ρ. μ. αμτβ.)
rimasticare (ρ. μτβ.)
rimasticaticcio (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---