Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόrimanènza
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [rimaˈnɛntsa] 1 απομεινάρι 2 λείψανο 3 υπόλοιπο 4 κατάλοιπο 5 υπόλειμμα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |