Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


rimanènza  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [rimaˈnɛntsa]

1 απομεινάρι
2 λείψανο
3 υπόλοιπο
4 κατάλοιπο
5 υπόλειμμα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  rimanente rimanere  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

rimando (ουσ αρσ )
rimaneggiamento (ουσ αρσ )
rimaneggiare (ρ. μτβ.)
rimanente (ουσ αρσ )
rimanente (επίθ.)
rimanenza (θηλ.ουσ)
rimanere (ρ.αμτβ.)
rimangiare (ρ. μτβ.)
rimarcabile (επίθ.)
rimarcare (ρ. μτβ.)
rimarchevole (επίθ.)
rimarco (ουσ αρσ )
rimare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
rimarginare (ρ.αμτβ.)
rimarginare (ρ. μτβ.)
rimarginarsi (ρ.μ. (αντων.))
rimario (ουσ αρσ )
rimaritare (ρ. μτβ.)
rimaritarsi (ρ. μ. αμτβ.)
rimasticare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---