Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


rimarchévole  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [rimarˈkevole]

1 αξιοσημείωτος
2 σημαντικός
3 έξοχος
4 αξιοπρόσεκτος
5 διαπρεπής
6 σημαντικός
7 έγκριτος
8 αξιόλογος
9 εξαιρετικός
10 σπουδαίος
11 διακεκριμένος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  rimarcare rimarco  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

rimanenza (θηλ.ουσ)
rimanere (ρ.αμτβ.)
rimangiare (ρ. μτβ.)
rimarcabile (επίθ.)
rimarcare (ρ. μτβ.)
rimarchevole (επίθ.)
rimarco (ουσ αρσ )
rimare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
rimarginare (ρ.αμτβ.)
rimarginare (ρ. μτβ.)
rimarginarsi (ρ.μ. (αντων.))
rimario (ουσ αρσ )
rimaritare (ρ. μτβ.)
rimaritarsi (ρ. μ. αμτβ.)
rimasticare (ρ. μτβ.)
rimasticaticcio (ουσ αρσ )
rimasticatura (θηλ.ουσ)
rimasuglio (ουσ αρσ )
rimato (επίθ.)
rimatore (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---