Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόrimatóre
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [rimaˈtore] 1 ριμαδόρος 2 στιχοπλόκος 3 ασήμαντος ποιητής 4 στιχογράφος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |