Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


rimatóre  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [rimaˈtore]

1 ριμαδόρος
2 στιχοπλόκος
3 ασήμαντος ποιητής
4 στιχογράφος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  rimato rimbacuccare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

rimasticare (ρ. μτβ.)
rimasticaticcio (ουσ αρσ )
rimasticatura (θηλ.ουσ)
rimasuglio (ουσ αρσ )
rimato (επίθ.)
rimatore (ουσ αρσ )
rimbacuccare (ρ. μτβ.)
rimbacuccarsi (ρ.μ. (αντων.))
rimbaldanzire (ρ.αμτβ.)
rimbaldanzire (ρ. μτβ.)
rimbaldanzirsi (ρ.μ. (αντων.))
rimbalzare (ρ. μτβ.)
rimbalzello (ουσ αρσ )
rimbalzista (ουσ αρσ και θηλ.)
rimbalzo (ουσ αρσ )
rimbambimento (ουσ αρσ )
rimbambire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
rimbambirsi (ρ.μ. (αντων.))
rimbambito (ουσ αρσ )
rimbambito (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---