Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


rimbaldanzìre  
ρήμα αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [rimbaldanˈtsire]

1 ενθαρρύνομαι
2 αποθρασύνομαι
3 αναθαρρεύω
4 ενδυναμώνομαι

rimbaldanzìre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [rimbaldanˈtsire]

ενθαρρύνω

rimbaldanzirsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [rimbaldanˈtsirsi]

1 ξεθαρρεύω
2 αναθαρρεύω
3 ενθαρρύνομαι
4 ενδυναμώνομαι
5 αποθρασύνομαι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  rimbacuccarsi rimbalzare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

rimasuglio (ουσ αρσ )
rimato (επίθ.)
rimatore (ουσ αρσ )
rimbacuccare (ρ. μτβ.)
rimbacuccarsi (ρ.μ. (αντων.))
rimbaldanzire (ρ.αμτβ.)
rimbaldanzire (ρ. μτβ.)
rimbaldanzirsi (ρ.μ. (αντων.))
rimbalzare (ρ. μτβ.)
rimbalzello (ουσ αρσ )
rimbalzista (ουσ αρσ και θηλ.)
rimbalzo (ουσ αρσ )
rimbambimento (ουσ αρσ )
rimbambire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
rimbambirsi (ρ.μ. (αντων.))
rimbambito (ουσ αρσ )
rimbambito (επίθ.)
rimbarcare (ρ. μτβ.)
rimbarco (ουσ αρσ )
rimbeccare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---