Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


rimbàrco  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [rimˈbarko]

1 νέο φόρτωμα
2 νέο μπαρκάρισμα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  rimbarcare rimbeccare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

rimbambire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
rimbambirsi (ρ.μ. (αντων.))
rimbambito (ουσ αρσ )
rimbambito (επίθ.)
rimbarcare (ρ. μτβ.)
rimbarco (ουσ αρσ )
rimbeccare (ρ. μτβ.)
rimbeccarsi (ρ.μ. (αντων.))
rimbecco (ουσ αρσ )
rimbecillire (ρ.αμτβ.)
rimbecillire (ρ. μτβ.)
rimbecillirsi (ρ.μ. (αντων.))
rimbecillito (ουσ αρσ )
rimbecillito (επίθ.)
rimbellire (ρ.αμτβ.)
rimbellire (ρ. μτβ.)
rimbiancare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
rimbiondire (ρ.αμτβ.)
rimbiondire (ρ. μτβ.)
rimbiondirsi (ρ.μ. (αντων.))

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---