Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


rimbecillìre  
ρήμα αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [rimbeʧilˈlire]

1 κουτιαίνω
2 κλουβιάζω
3 ξεμωραίνομαι
4 αποβλακώνομαι
5 ξεκουτιαίνω
6 κουρκουτιάζω

rimbecillìre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [rimbeʧilˈlire]

1 αποβλακώνω
2 αποσβολώνω

rimbecillirsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [rimbeʧilˈlirsi]

1 κουρκουτιάζω
2 κουτιαίνω
3 κλουβιάζω
4 αποβλακώνομαι
5 ξεκουτιαίνω
6 ξεμωραίνομαι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  rimbecco rimbecillito  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

rimbarcare (ρ. μτβ.)
rimbarco (ουσ αρσ )
rimbeccare (ρ. μτβ.)
rimbeccarsi (ρ.μ. (αντων.))
rimbecco (ουσ αρσ )
rimbecillire (ρ.αμτβ.)
rimbecillire (ρ. μτβ.)
rimbecillirsi (ρ.μ. (αντων.))
rimbecillito (ουσ αρσ )
rimbecillito (επίθ.)
rimbellire (ρ.αμτβ.)
rimbellire (ρ. μτβ.)
rimbiancare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
rimbiondire (ρ.αμτβ.)
rimbiondire (ρ. μτβ.)
rimbiondirsi (ρ.μ. (αντων.))
rimboccare (ρ. μτβ.)
rimboccato (επίθ.)
rimboccatura (θηλ.ουσ)
rimbocco (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---