Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


rimboccàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [rimbokˈkare]

1 διπλώνω μανίκια
2 ανασηκώνω μανίκια
3 διπλώνω
4 ανασκουμπώνω
5 πτυχώνω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  rimbiondirsi rimboccato  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

rimbellire (ρ. μτβ.)
rimbiancare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
rimbiondire (ρ.αμτβ.)
rimbiondire (ρ. μτβ.)
rimbiondirsi (ρ.μ. (αντων.))
rimboccare (ρ. μτβ.)
rimboccato (επίθ.)
rimboccatura (θηλ.ουσ)
rimbocco (ουσ αρσ )
rimbombante (επίθ.)
rimbombare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
rimbombo (ουσ αρσ )
rimborsabile (επίθ.)
rimborsare (ρ. μτβ.)
rimborso (ουσ αρσ )
rimboscamento (ουσ αρσ )
rimboscare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
rimboscarsi (ρ.μ. (αντων.))
rimboschire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
rimbrottare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---