Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόrimbómbo
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [rimˈbombo] 1 βροντή 2 μπουμπουνητό 3 βρόντος 4 μπουμπούνισμα 5 ρόχθος 6 κρότος 7 πλαταγή 8 βρόντημα 9 πάταγος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |