Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


rimboscàre  
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [rimbosˈkare]

αναδασώνω

rimboscarsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [rimbosˈkarsi]

κρύβομαι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  rimboscamento rimboschire  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

rimbombo (ουσ αρσ )
rimborsabile (επίθ.)
rimborsare (ρ. μτβ.)
rimborso (ουσ αρσ )
rimboscamento (ουσ αρσ )
rimboscare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
rimboscarsi (ρ.μ. (αντων.))
rimboschire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
rimbrottare (ρ. μτβ.)
rimbrotto (ουσ αρσ )
rimbruttire (ρ.αμτβ.)
rimbruttire (ρ. μτβ.)
rimbruttirsi (ρ.μ. (αντων.))
rimbucare (ρ. μτβ.)
rimbussolare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
rimediabile (αρσ. επίθ και ουσ)
rimediare (ρ.αμτβ.)
rimediare (ρ. μτβ.)
rimediato (επίθ.)
rimedio (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---