Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόrimbròtto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [rimˈbrɔtto] 1 μάλωμα 2 αναβαλλόμενος 3 κατσάδιασμα 4 εξάψαλμος 5 επίπληξη 6 επιτίμηση 7 κατσάδα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |