Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


rimembrànza  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [rimemˈbrantsa]

1 ενθύμηση
2 ανάμνηση


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  rimeditare rimembrare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

rimediare (ρ.αμτβ.)
rimediare (ρ. μτβ.)
rimediato (επίθ.)
rimedio (ουσ αρσ )
rimeditare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
rimembranza (θηλ.ουσ)
rimembrare (ρ. μτβ.)
rimenare (ρ. μτβ.)
rimenata (θηλ.ουσ)
rimeritare (ρ. μτβ.)
rimescolamento (ουσ αρσ )
rimescolare (ρ. μτβ.)
rimescolarsi (ρ.μ. (αντων.))
rimescolata (θηλ.ουσ)
rimescolio (ουσ αρσ )
rimessa (θηλ.ουσ)
rimessaggio (ουσ αρσ )
rimessione (θηλ.ουσ)
rimessiticcio (ουσ αρσ )
rimesso (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---