Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόrimessióne
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [rimesˈsjone] 1 αμνηστία 2 απαλλαγή permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |