rimésso
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [riˈmesso]
1 ψηφιδωτό
2 ψηφίδα
3 στρίφωμα
4 άκρη
5 ρετούς
rimésso
επίθετο
Προσφορά I.P.A.: [riˈmesso]
1 που έχει καλό ηθικό
2 ξανά φορμαρισμένος
3 απαλλαγμένος
4 συγχωρεμένος
5 γερός στα πόδια του πάλι
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [riˈmesso]
1 ψηφιδωτό
2 ψηφίδα
3 στρίφωμα
4 άκρη
5 ρετούς
rimésso
επίθετο
Προσφορά I.P.A.: [riˈmesso]
1 που έχει καλό ηθικό
2 ξανά φορμαρισμένος
3 απαλλαγμένος
4 συγχωρεμένος
5 γερός στα πόδια του πάλι
permalink
rimesso (ουσ αρσ )
rimesso (επίθ.)
Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android