rimescolìo
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [rimeskoˈlio]
1 αναστάτωση
2 αναταραχή
3 αιφνίδια ταραχή
4 συγκίνηση
5 χαλασμός
6 παραζάλη
7 σάλος
8 συνεχής ανάδευση
9 φασαρία
10 διασάλευση
11 φασαρία και ζωηρότητα
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [rimeskoˈlio]
1 αναστάτωση
2 αναταραχή
3 αιφνίδια ταραχή
4 συγκίνηση
5 χαλασμός
6 παραζάλη
7 σάλος
8 συνεχής ανάδευση
9 φασαρία
10 διασάλευση
11 φασαρία και ζωηρότητα
permalink
rimescolio (ουσ αρσ )
Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android