Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


rimescolìo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [rimeskoˈlio]

1 αναστάτωση
2 αναταραχή
3 αιφνίδια ταραχή
4 συγκίνηση
5 χαλασμός
6 παραζάλη
7 σάλος
8 συνεχής ανάδευση
9 φασαρία
10 διασάλευση
11 φασαρία και ζωηρότητα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  rimescolata rimessa  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

rimeritare (ρ. μτβ.)
rimescolamento (ουσ αρσ )
rimescolare (ρ. μτβ.)
rimescolarsi (ρ.μ. (αντων.))
rimescolata (θηλ.ουσ)
rimescolio (ουσ αρσ )
rimessa (θηλ.ουσ)
rimessaggio (ουσ αρσ )
rimessione (θηλ.ουσ)
rimessiticcio (ουσ αρσ )
rimesso (ουσ αρσ )
rimesso (επίθ.)
rimestamento (ουσ αρσ )
rimestare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
rimestatore (ουσ αρσ )
rimestio (ουσ αρσ )
rimettere (ρ. μτβ. και αμετβ.)
rimettersi (ρ.μ. (αντων.))
rimettitore (αρσ. επίθ και ουσ)
rimettitura (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---