Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


rimescolaménto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [rimeskolaˈmento]

1 σάστισμα
2 πελαγοδρόμημα
3 συμφυρμός
4 ανάδευση
5 βαβυλωνία
6 πελαγοδρόμηση
7 πελάγωμα
8 σύγχυση
9 μπλέξιμο
10 ανάμειξη
11 ανακάτωμα
12 ανάμιξη
13 πρόσμειξη
14 συγκερασμός
15 σύμμειξη
16 σμίξιμο
17 μείξη


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  rimeritare rimescolare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

rimembranza (θηλ.ουσ)
rimembrare (ρ. μτβ.)
rimenare (ρ. μτβ.)
rimenata (θηλ.ουσ)
rimeritare (ρ. μτβ.)
rimescolamento (ουσ αρσ )
rimescolare (ρ. μτβ.)
rimescolarsi (ρ.μ. (αντων.))
rimescolata (θηλ.ουσ)
rimescolio (ουσ αρσ )
rimessa (θηλ.ουσ)
rimessaggio (ουσ αρσ )
rimessione (θηλ.ουσ)
rimessiticcio (ουσ αρσ )
rimesso (ουσ αρσ )
rimesso (επίθ.)
rimestamento (ουσ αρσ )
rimestare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
rimestatore (ουσ αρσ )
rimestio (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---