Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


rimestàre  
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [rimesˈtare]

1 ανακινώ
2 ανασκαλεύω
3 ανακατεύω
4 μοχλεύω
5 αναμοχλεύω
6 αναταράζω
7 αναδεύω
8 ταράζω
9 ανακατώνω
10 ανασαλεύω
11 αναμιγνύω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  rimestamento rimestatore  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

rimessione (θηλ.ουσ)
rimessiticcio (ουσ αρσ )
rimesso (ουσ αρσ )
rimesso (επίθ.)
rimestamento (ουσ αρσ )
rimestare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
rimestatore (ουσ αρσ )
rimestio (ουσ αρσ )
rimettere (ρ. μτβ. και αμετβ.)
rimettersi (ρ.μ. (αντων.))
rimettitore (αρσ. επίθ και ουσ)
rimettitura (θηλ.ουσ)
rimirare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
rimirarsi (ρ.μ. (αντων.))
rimischiare (ρ. μτβ.)
rimisurare (ρ. μτβ.)
rimmel (ουσ αρσ )
rimminchionire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
rimodellare (ρ. μτβ.)
rimodernamento (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---