Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


rimodellàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [rimodelˈlare]

ανακατασκευάζω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  rimminchionire rimodernamento  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

rimirarsi (ρ.μ. (αντων.))
rimischiare (ρ. μτβ.)
rimisurare (ρ. μτβ.)
rimmel (ουσ αρσ )
rimminchionire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
rimodellare (ρ. μτβ.)
rimodernamento (ουσ αρσ )
rimodernare (ρ. μτβ.)
rimodernarsi (ρ.μ. (αντων.))
rimodernatura (θηλ.ουσ)
rimondare (ρ. μτβ.)
rimondatura (θηλ.ουσ)
rimonta (θηλ.ουσ)
rimontare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
rimontatura (θηλ.ουσ)
rimorchiare (ρ. μτβ.)
rimorchiatore (αρσ. επίθ και ουσ)
rimorchio (ουσ αρσ )
rimordere (ρ. μτβ.)
rimorso (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---