Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


rimodernatùra  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [rimodernaˈtura]

1 εισαγωγή σύγχρονων μεθόδων
2 εκσυγχρονισμός
3 ενημέρωση
4 συγχρονισμός
5 εφαρμογή σύγχρονων αντιλήψεων


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  rimodernarsi rimondare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

rimminchionire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
rimodellare (ρ. μτβ.)
rimodernamento (ουσ αρσ )
rimodernare (ρ. μτβ.)
rimodernarsi (ρ.μ. (αντων.))
rimodernatura (θηλ.ουσ)
rimondare (ρ. μτβ.)
rimondatura (θηλ.ουσ)
rimonta (θηλ.ουσ)
rimontare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
rimontatura (θηλ.ουσ)
rimorchiare (ρ. μτβ.)
rimorchiatore (αρσ. επίθ και ουσ)
rimorchio (ουσ αρσ )
rimordere (ρ. μτβ.)
rimorso (ουσ αρσ )
rimostranza (θηλ.ουσ)
rimostrare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
rimovibile (επίθ.)
rimovitore (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---