Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


rimontatùra  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [rimontaˈtura]

νέα συναρμολόγηση


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  rimontare rimorchiare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

rimodernatura (θηλ.ουσ)
rimondare (ρ. μτβ.)
rimondatura (θηλ.ουσ)
rimonta (θηλ.ουσ)
rimontare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
rimontatura (θηλ.ουσ)
rimorchiare (ρ. μτβ.)
rimorchiatore (αρσ. επίθ και ουσ)
rimorchio (ουσ αρσ )
rimordere (ρ. μτβ.)
rimorso (ουσ αρσ )
rimostranza (θηλ.ουσ)
rimostrare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
rimovibile (επίθ.)
rimovitore (ουσ αρσ )
rimozione (θηλ.ουσ)
rimpacchettare (ρ. μτβ.)
rimpallare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
rimpallo (ουσ αρσ )
rimpannucciare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---