Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


rimondàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [rimonˈdare]

1 αποκαθαίρω
2 αγνίζω
3 κουτσουρεύω
4 κλαδεύω
5 καθαρίζω ξανά
6 παστρεύω
7 εξαγνίζω
8 λαγαρίζω
9 εκκαθαρίζω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  rimodernatura rimondatura  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

rimodellare (ρ. μτβ.)
rimodernamento (ουσ αρσ )
rimodernare (ρ. μτβ.)
rimodernarsi (ρ.μ. (αντων.))
rimodernatura (θηλ.ουσ)
rimondare (ρ. μτβ.)
rimondatura (θηλ.ουσ)
rimonta (θηλ.ουσ)
rimontare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
rimontatura (θηλ.ουσ)
rimorchiare (ρ. μτβ.)
rimorchiatore (αρσ. επίθ και ουσ)
rimorchio (ουσ αρσ )
rimordere (ρ. μτβ.)
rimorso (ουσ αρσ )
rimostranza (θηλ.ουσ)
rimostrare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
rimovibile (επίθ.)
rimovitore (ουσ αρσ )
rimozione (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---