Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόrimondatùra
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [rimondaˈtura] 1 ξεκαθάρισμα 2 κλάδεμα 3 απορρίμματα 4 υπολείμματα κλαδέματος 5 καθάρισμα εκ νέου permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |