Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόrimodernàre
ρήμα μεταβατικό Προσφορά I.P.A.: [rimoderˈnare] 1 συγχρονίζω 2 ανανεώνω 3 προσαρμόζω στις σύγχρονες αντιλήψεις 4 υιοθετώ καινοτομίες 5 μοντερνίζω 6 εκσυγχρονίζω 7 νεωτερίζω rimodernarsi ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό) Προσφορά I.P.A.: [rimoderˈnarsi] εκσυγχρονίζομαι permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |