Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


rimminchionìre  
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [rimminkjoˈnire]

αποβλακώνομαι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  rimmel rimodellare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

rimirare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
rimirarsi (ρ.μ. (αντων.))
rimischiare (ρ. μτβ.)
rimisurare (ρ. μτβ.)
rimmel (ουσ αρσ )
rimminchionire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
rimodellare (ρ. μτβ.)
rimodernamento (ουσ αρσ )
rimodernare (ρ. μτβ.)
rimodernarsi (ρ.μ. (αντων.))
rimodernatura (θηλ.ουσ)
rimondare (ρ. μτβ.)
rimondatura (θηλ.ουσ)
rimonta (θηλ.ουσ)
rimontare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
rimontatura (θηλ.ουσ)
rimorchiare (ρ. μτβ.)
rimorchiatore (αρσ. επίθ και ουσ)
rimorchio (ουσ αρσ )
rimordere (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---