Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


rimisuràre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [rimizuˈrare]

1 σταθμίζω
2 αναμετρώ
3 λογαριάζω
4 ξαναμετρώ
5 μετρώ


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  rimischiare rimmel  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

rimettitore (αρσ. επίθ και ουσ)
rimettitura (θηλ.ουσ)
rimirare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
rimirarsi (ρ.μ. (αντων.))
rimischiare (ρ. μτβ.)
rimisurare (ρ. μτβ.)
rimmel (ουσ αρσ )
rimminchionire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
rimodellare (ρ. μτβ.)
rimodernamento (ουσ αρσ )
rimodernare (ρ. μτβ.)
rimodernarsi (ρ.μ. (αντων.))
rimodernatura (θηλ.ουσ)
rimondare (ρ. μτβ.)
rimondatura (θηλ.ουσ)
rimonta (θηλ.ουσ)
rimontare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
rimontatura (θηλ.ουσ)
rimorchiare (ρ. μτβ.)
rimorchiatore (αρσ. επίθ και ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---