Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόrimorchiatóre
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό Προσφορά I.P.A.: [rimorkjaˈtore] 1 όχημα που ρυμουλκεί 2 πλοίο που ρυμουλκεί 3 ρυμουλκό permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |