Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


rimpannucciàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [rimpannutˈʧare]

βελτιώνω την οικονομική κατάσταση κάποιου

rimpannucciàrsi  
ρήμα μέσο αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [rimpannutˈʧarsi]

βελτιώνω την οικονομική μου κατάσταση


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  rimpallo rimpastare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

rimovitore (ουσ αρσ )
rimozione (θηλ.ουσ)
rimpacchettare (ρ. μτβ.)
rimpallare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
rimpallo (ουσ αρσ )
rimpannucciare (ρ. μτβ.)
rimpannucciarsi (ρ. μ. αμτβ.)
rimpastare (ρ. μτβ.)
rimpasticciare (ρ. μτβ.)
rimpasto (ουσ αρσ )
rimpatriare (ρ.αμτβ.)
rimpatriare (ρ. μτβ.)
rimpatriata (θηλ.ουσ)
rimpatrio (ουσ αρσ )
rimpegnare (ρ. μτβ.)
rimpegnarsi (ρ.μ. (αντων.))
rimpellare (ρ. μτβ.)
rimpennarsi (ρ.μ. (αντων.))
rimpettirsi (ρ. μ. αμτβ.)
rimpetto (επίρ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---