Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόrimpannucciàre
ρήμα μεταβατικό Προσφορά I.P.A.: [rimpannutˈʧare] βελτιώνω την οικονομική κατάσταση κάποιου rimpannucciàrsi ρήμα μέσο αμετάβατο Προσφορά I.P.A.: [rimpannutˈʧarsi] βελτιώνω την οικονομική μου κατάσταση permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |