Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


rimpettìrsi  
ρήμα μέσο αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [rimpetˈtirsi]

1 φουσκώνω με καμάρι
2 δείχνω με καμάρι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  rimpennarsi rimpetto  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

rimpatrio (ουσ αρσ )
rimpegnare (ρ. μτβ.)
rimpegnarsi (ρ.μ. (αντων.))
rimpellare (ρ. μτβ.)
rimpennarsi (ρ.μ. (αντων.))
rimpettirsi (ρ. μ. αμτβ.)
rimpetto (επίρ.)
rimpiallacciare (ρ. μτβ.)
rimpiallacciatura (θηλ.ουσ)
rimpiangere (ρ. μτβ.)
rimpianto (ουσ αρσ )
rimpianto (επίθ.)
rimpiattare (ρ. μτβ.)
rimpiattarsi (ρ. μ. αμτβ.)
rimpiattino (ουσ αρσ )
rimpiazzare (ρ. μτβ.)
rimpiazzo (ουσ αρσ )
rimpiccinire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
rimpiccinirsi (ρ.μ. (αντων.))
rimpiccolire (ρ. μτβ. και αμετβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---