Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


rimpiànto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [rimˈpjanto]

1 πόνος
2 λύπη

rimpiànto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [rimˈpjanto]

1 λυπημένος
2 θρηνούμενος
3 θρηνητικός
4 λυπούμενος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  rimpiangere rimpiattare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

rimpettirsi (ρ. μ. αμτβ.)
rimpetto (επίρ.)
rimpiallacciare (ρ. μτβ.)
rimpiallacciatura (θηλ.ουσ)
rimpiangere (ρ. μτβ.)
rimpianto (ουσ αρσ )
rimpianto (επίθ.)
rimpiattare (ρ. μτβ.)
rimpiattarsi (ρ. μ. αμτβ.)
rimpiattino (ουσ αρσ )
rimpiazzare (ρ. μτβ.)
rimpiazzo (ουσ αρσ )
rimpiccinire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
rimpiccinirsi (ρ.μ. (αντων.))
rimpiccolire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
rimpiccolirsi (ρ.μ. (αντων.))
rimpiegare (ρ. μτβ.)
rimpiego (ουσ αρσ )
rimpigrire (ρ.αμτβ.)
rimpigrire (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---