Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


rimpiegàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [rimpjeˈgare]

1 προσλαμβάνω κάποιον ξανά
2 επαναπροσλαμβάνω
3 επενδύω ξανά


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  rimpiccolirsi rimpiego  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

rimpiazzo (ουσ αρσ )
rimpiccinire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
rimpiccinirsi (ρ.μ. (αντων.))
rimpiccolire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
rimpiccolirsi (ρ.μ. (αντων.))
rimpiegare (ρ. μτβ.)
rimpiego (ουσ αρσ )
rimpigrire (ρ.αμτβ.)
rimpigrire (ρ. μτβ.)
rimpigrirsi (ρ.μ. (αντων.))
rimpinguare (ρ. μτβ.)
rimpinguarsi (ρ.μ. (αντων.))
rimpinzamento (ουσ αρσ )
rimpinzare (ρ. μτβ.)
rimpinzarsi (ρ.μ. (αντων.))
rimpolpare (ρ. μτβ.)
rimpolparsi (ρ.μ. (αντων.))
rimpolpettare (ρ. μτβ.)
rimpossessarsi (ρ. μ. αμτβ.)
rimpoverire (ρ.αμτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---