Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


rimpinzàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [rimpinˈtsare]

1 παραχώνω
2 μπουκώνω
3 χώνω
4 παραγεμίζω
5 στριμώχνω
6 παραταΐζω

rimpinzarsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [rimpinˈtsarsi]

μπουκώνομαι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  rimpinzamento rimpolpare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

rimpigrire (ρ. μτβ.)
rimpigrirsi (ρ.μ. (αντων.))
rimpinguare (ρ. μτβ.)
rimpinguarsi (ρ.μ. (αντων.))
rimpinzamento (ουσ αρσ )
rimpinzare (ρ. μτβ.)
rimpinzarsi (ρ.μ. (αντων.))
rimpolpare (ρ. μτβ.)
rimpolparsi (ρ.μ. (αντων.))
rimpolpettare (ρ. μτβ.)
rimpossessarsi (ρ. μ. αμτβ.)
rimpoverire (ρ.αμτβ.)
rimpoverire (ρ. μτβ.)
rimpoverirsi (ρ.μ. (αντων.))
rimproverabile (επίθ.)
rimproverare (ρ. μτβ.)
rimproverarsi (ρ.μ. (αντων.))
rimprovero (ουσ αρσ )
rimuginare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
rimunerare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---