Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


rimpossessàrsi
ρήμα μέσο αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [rimpossesˈsarsi]

γίνομαι ξανά κάτοχος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  rimpolpettare rimpoverire  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

rimpinzare (ρ. μτβ.)
rimpinzarsi (ρ.μ. (αντων.))
rimpolpare (ρ. μτβ.)
rimpolparsi (ρ.μ. (αντων.))
rimpolpettare (ρ. μτβ.)
rimpossessarsi (ρ. μ. αμτβ.)
rimpoverire (ρ.αμτβ.)
rimpoverire (ρ. μτβ.)
rimpoverirsi (ρ.μ. (αντων.))
rimproverabile (επίθ.)
rimproverare (ρ. μτβ.)
rimproverarsi (ρ.μ. (αντων.))
rimprovero (ουσ αρσ )
rimuginare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
rimunerare (ρ. μτβ.)
rimunerativo (επίθ.)
rimuneratore (αρσ. επίθ και ουσ)
rimunerazione (θηλ.ουσ)
rimuovere (ρ. μτβ.)
rimuoversi (ρ.μ. (αντων.))

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---