Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


rimuneratìvo  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [rimuneraˈtivo]

1 κερδώος
2 προσοδοφόρος
3 επωφελής
4 ευεργετικός
5 ικανοποιητικός
6 ανταποδοτικός
7 κερδοφόρος
8 επικερδής


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  rimunerare rimuneratore  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

rimproverare (ρ. μτβ.)
rimproverarsi (ρ.μ. (αντων.))
rimprovero (ουσ αρσ )
rimuginare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
rimunerare (ρ. μτβ.)
rimunerativo (επίθ.)
rimuneratore (αρσ. επίθ και ουσ)
rimunerazione (θηλ.ουσ)
rimuovere (ρ. μτβ.)
rimuoversi (ρ.μ. (αντων.))
rimutare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
rimutarsi (ρ.μ. (αντων.))
rinalgia (θηλ.ουσ)
rinascente (επίθ.)
rinascenza (θηλ.ουσ)
rinascere (ρ.αμτβ.)
rinascimentale (επίθ.)
rinascimento (ουσ αρσ )
rinascita (θηλ.ουσ)
rincagnarsi (ρ. μ. αμτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---