Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόrimuneratìvo
επίθετο Προσφορά I.P.A.: [rimuneraˈtivo] 1 κερδώος 2 προσοδοφόρος 3 επωφελής 4 ευεργετικός 5 ικανοποιητικός 6 ανταποδοτικός 7 κερδοφόρος 8 επικερδής permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |