Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόrimproveràre
ρήμα μεταβατικό Προσφορά I.P.A.: [rimproveˈrare] επιπλήττω rimproverarsi ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό) Προσφορά I.P.A.: [rimproveˈrarsi] 1 στενοχωρούμαι 2 λυπούμαι 3 θλίβομαι 4 μεταμελούμαι 5 επικρίνω τον εαυτό μου 6 μετανιώνω 7 μετανοώ permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |