Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόrimpoverìre
ρήμα αμετάβατο Προσφορά I.P.A.: [rimpoveˈrire] 1 πτωχαίνω 2 γίνομαι φτωχός ξανά 3 φτωχαίνω ξανά rimpoverìre ρήμα μεταβατικό Προσφορά I.P.A.: [rimpoveˈrire] κάνω κάποιον πιο φτωχό rimpoverirsi ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό) Προσφορά I.P.A.: [rimpoveˈrirsi] 1 πτωχαίνω 2 γίνομαι φτωχός ξανά 3 φτωχαίνω ξανά permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |