Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


rimpoverìre  
ρήμα αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [rimpoveˈrire]

1 πτωχαίνω
2 γίνομαι φτωχός ξανά
3 φτωχαίνω ξανά

rimpoverìre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [rimpoveˈrire]

κάνω κάποιον πιο φτωχό

rimpoverirsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [rimpoveˈrirsi]

1 πτωχαίνω
2 γίνομαι φτωχός ξανά
3 φτωχαίνω ξανά


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  rimpossessarsi rimproverabile  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

rimpinzarsi (ρ.μ. (αντων.))
rimpolpare (ρ. μτβ.)
rimpolparsi (ρ.μ. (αντων.))
rimpolpettare (ρ. μτβ.)
rimpossessarsi (ρ. μ. αμτβ.)
rimpoverire (ρ.αμτβ.)
rimpoverire (ρ. μτβ.)
rimpoverirsi (ρ.μ. (αντων.))
rimproverabile (επίθ.)
rimproverare (ρ. μτβ.)
rimproverarsi (ρ.μ. (αντων.))
rimprovero (ουσ αρσ )
rimuginare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
rimunerare (ρ. μτβ.)
rimunerativo (επίθ.)
rimuneratore (αρσ. επίθ και ουσ)
rimunerazione (θηλ.ουσ)
rimuovere (ρ. μτβ.)
rimuoversi (ρ.μ. (αντων.))
rimutare (ρ. μτβ. και αμετβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---