Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


rimproveràbile  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [rimproveˈrabile]

1 που του χρειάζεται μάλωμα
2 επιλήψιμος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  rimpoverirsi rimproverare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

rimpolpettare (ρ. μτβ.)
rimpossessarsi (ρ. μ. αμτβ.)
rimpoverire (ρ.αμτβ.)
rimpoverire (ρ. μτβ.)
rimpoverirsi (ρ.μ. (αντων.))
rimproverabile (επίθ.)
rimproverare (ρ. μτβ.)
rimproverarsi (ρ.μ. (αντων.))
rimprovero (ουσ αρσ )
rimuginare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
rimunerare (ρ. μτβ.)
rimunerativo (επίθ.)
rimuneratore (αρσ. επίθ και ουσ)
rimunerazione (θηλ.ουσ)
rimuovere (ρ. μτβ.)
rimuoversi (ρ.μ. (αντων.))
rimutare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
rimutarsi (ρ.μ. (αντων.))
rinalgia (θηλ.ουσ)
rinascente (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---