Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


rimuginàre  
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [rimuʤiˈnare]

1 προβληματίζομαι
2 μελετώ βαθειά και σοβαρά
3 εξετάζω επισταμένως
4 αναδιφώ
5 σκέφτομαι και ξανασκέφτομαι κάτι
6 γυρίζω συνεχώς στο μυαλό μου
7 αναλογίζομαι και μελαγχολώ
8 σκέπτομαι συνεχώς


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  rimprovero rimunerare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

rimpoverirsi (ρ.μ. (αντων.))
rimproverabile (επίθ.)
rimproverare (ρ. μτβ.)
rimproverarsi (ρ.μ. (αντων.))
rimprovero (ουσ αρσ )
rimuginare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
rimunerare (ρ. μτβ.)
rimunerativo (επίθ.)
rimuneratore (αρσ. επίθ και ουσ)
rimunerazione (θηλ.ουσ)
rimuovere (ρ. μτβ.)
rimuoversi (ρ.μ. (αντων.))
rimutare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
rimutarsi (ρ.μ. (αντων.))
rinalgia (θηλ.ουσ)
rinascente (επίθ.)
rinascenza (θηλ.ουσ)
rinascere (ρ.αμτβ.)
rinascimentale (επίθ.)
rinascimento (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---