Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόrimuneratóre
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό Προσφορά I.P.A.: [rimuneraˈtore] 1 αυτός που πληρώνει 2 χορηγός βραβείου 3 ανταμείβων permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |