Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


rimuneratóre  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [rimuneraˈtore]

1 αυτός που πληρώνει
2 χορηγός βραβείου
3 ανταμείβων


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  rimunerativo rimunerazione  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

rimproverarsi (ρ.μ. (αντων.))
rimprovero (ουσ αρσ )
rimuginare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
rimunerare (ρ. μτβ.)
rimunerativo (επίθ.)
rimuneratore (αρσ. επίθ και ουσ)
rimunerazione (θηλ.ουσ)
rimuovere (ρ. μτβ.)
rimuoversi (ρ.μ. (αντων.))
rimutare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
rimutarsi (ρ.μ. (αντων.))
rinalgia (θηλ.ουσ)
rinascente (επίθ.)
rinascenza (θηλ.ουσ)
rinascere (ρ.αμτβ.)
rinascimentale (επίθ.)
rinascimento (ουσ αρσ )
rinascita (θηλ.ουσ)
rincagnarsi (ρ. μ. αμτβ.)
rincagnato (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---