Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόrinascènte
επίθετο Προσφορά I.P.A.: [rinaʃˈʃɛnte] 1 αναζωογονούμενος 2 αναζωογονημένος 3 αναγεννώμενος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |