ItalianoGreco


rincalzàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [rinkalˈtsare]

1 ενισχύω
2 περιχώνω φυτό
3 στερεώνω στη βάση
4 διπλώνω τα ρούχα
5 υποστυλώνω
6 υποστηρίζω
7 στερεώνω
8 αντιστηρίζω


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---