Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόrincarnazióne
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [rinkarnatˈtsjone] 1 μετενσωμάτωση 2 νέα ενσάρκωση 3 μετεμψύχωση 4 μετενσάρκωση permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |